πέπων,-ονος

πέπων,-ονος
N 3 1-0-0-0-0=1 Nm 11,5
kind of gourd or melon

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σικυοπέπων — ονος, ὁ, Α το γνωστό με τη λόγια σήμερα ονομασία φυτό σίκυος ο πεπων*, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + πέπων, ονος «πεπόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πεπόνιον — τὸ, Α [πέπων, ονος] υποκορ. τού πέπων …   Dictionary of Greek

  • πεπονώδης — ες / πεπονώδης, ῶδες, ΝΑ [πέπων, ονος] νεοελλ. ο πεπονοειδής αρχ. (ιδίως για το πρόσωπο ασθενούς ο οποίος έχει πυρετό) ο όμοιος με το πεπόνι, ιδίως ως προς το χρώμα, κιτρινιάρης …   Dictionary of Greek

  • πεπόνι — το βοτ. ο καρπός τής πεπονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόν ιον, υποκορ. τού αρχ. πέπων, ονος «ώριμος, μαλακός, γλυκός καρπός»] …   Dictionary of Greek

  • pekʷ- (*kʷekʷhō) —     pekʷ (*kʷekʷhō)     English meaning: to cook     Deutsche Übersetzung: “kochen”     Grammatical information: participle pekʷ to “cooked, boiled”     Material: O.Ind. pácati, Av. pačaiti “kocht, bäckt, brät” (= Lat. coquō, Welsh pobi, Alb.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • υδροπέπων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) 1. η καρπουζιά 2. το καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πέπων] …   Dictionary of Greek

  • μηλοπέπων — μηλοπέπων, ονος, ὁ (Α) είδος πεπονιού με στρογγυλό σχήμα, που τρώγεται μόνο όταν υπερωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πέπων «πεπόνι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”